Στην Ρένα την κολλητή μου.
Αγάπη μου, ψυχή μου, Ρένα μου!
Ακόμα και τώρα που γράφω αυτήν την αφιέρωση δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυα μου. Ήσουνα η μάνα μου, η αδελφή μου κι όλος μου ο κόσμος. Κοριτσάκι μου πως έγινε αυτό; Εσύ ήσουν τόσο δυνατή πάντα. Εσύ τους εμψύχωνες όλους. Κανένα πρόβλημα δεν ήταν άλυτο για εσένα. Όλα τα κανόνιζες και όλα τα τακτοποιούσες. Γιατί, γιατί ψυχούλα μου, μας το έκανες αυτό; Δεν σκέφτηκες κανέναν; Όλους εμάς που σε αγαπούσαμε; Πως μας άφησες πίσω; Αχ καρδούλα μου.
Θυμάμαι γνωριστήκαμε όταν ήμουν εγώ 10 χρονών και συ 12, όταν οι γονείς σου είχαν καλέσει τους γονείς μου στο σπίτι σας. Θυμάμαι ακόμα πως δεν ήθελα να έρθω (δεν σε ήξερα καν) γιατί ήθελα να μείνω μέσα εκείνο το απόγευμα. Με το ζόρι με πήραν οι γονείς μου και όταν οι δικοί σου άνοιξαν την πόρτα είχα κάτι μούτρα να…. Είχα καθίσει σε μια πολυθρόνα μακριά από τους ενήλικες και περίμενα καρτερικά να περάσει η ώρα για να φύγουμε. Και ήρθες εσύ και μου είπες με ένα μεγάλο χαμόγελο: «Κοριτσάκι, θες να γίνουμε φίλες;» Και γίναμε. Εκείνο το απόγευμα φτιάχναμε παζλ μέχρι αργά το βράδυ και όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, δεν ήθελα να φύγω…!
Οι επισκέψεις στα σπίτια, είχαν γίνει πλέον ρουτίνα. Τη μια μέρα ερχόσουν εσύ στο δικό μου και την επόμενη εγώ στο δικό σου. Και όταν δεν ήμασταν μαζί, μιλάγαμε με τις ώρες στο τηλέφωνο. Κάθε φορά που οι γονείς μας έβλεπαν λογαριασμό ΟΤΕ παθαίναν εγκεφαλικό….
Τι ωραία χρόνια περάσαμε καλή μου και πόσα μοιραστήκαμε. Τα πρώτα μας καρδιοχτύπια. Όταν εμένα μου άρεσε ο Κώστας και εσένα ο Γιώργος. Το πρώτο μας ραντεβού ήταν τετράδα μαζί τους. Είχα έρθει από το σπίτι σου για να βαφτούμε και ήμασταν τόσο ενθουσιασμένες και ευτυχισμένες. Και όταν χώρισα με τον Κώστα εσύ ήσουν εκείνο το βράδυ δίπλα μου, μέχρι που κουράστηκα να κλαίω και αποκοιμήθηκα. Το επόμενο πρωί ήσουν κουλουριασμένη δίπλα μου, σαν γάτα. Δεν είχες φύγει καθόλου από το πλευρό μου.
Πηγαίναμε παντού μαζί. Για ψώνια, στο κομμωτήριο, για να φτιάξουμε τα νύχια μας. Δεν θυμάμαι να είχαμε μαλώσει ούτε μια φορά και όταν το λέγαμε στους άλλους, δεν μας πιστεύανε.
Και ο καιρός πέρναγε ήρεμα κι ευτυχισμένα, με έρωτες, χωρισμούς, σπουδές, προβληματισμούς, διλλήματα, βόλτες, ταξίδια και τόσα άλλα.
Μέχρι που μπήκε στην ζωή σου αυτό το κάθαρμα, αυτός ο αλήτης! Από την πρώτη στιγμή που μου τον γνώρισες, δεν μου άρεσε. Είχε κάτι πάνω του, μια αύρα που δεν μπορούσα να την εξηγήσω, πάντως οι αισθήσεις μου είχαν βαρέσει συναγερμό. Σου το είχα πει, αλλά μου έλεγες πάντα με χαμόγελο και αισιοδοξία πως αυτός είναι ο άντρας της ζωής σου και πως ήμουν καχύποπτη απέναντι του γιατί σε αγαπούσα πολύ και ποτέ δεν θα θεωρούσα κανέναν αντάξιο σου.
Αχ μάτια μου, πόσο λάθος έκανες. Ήσουνα 22 και έμαθες πως ήσουν έγκυος. Ήμουν η πρώτη που το έμαθα. Πέταγες στα ουράνια. Είχες ετοιμάσει δείπνο στο σπίτι σου για να του το πεις και να χαρεί και εκείνο το τομάρι. Μόλις του το είπες όμως, εκείνο το τέρας έβγαλε την ανθρωπόμορφη μάσκα που φόραγε και σου έδειξε τον πραγματικό του εαυτό. Γέλασε και σου είπε που ξέρει ότι το παιδί είναι δικό του και σου έσκασε και το μεγάλο μυστικό. Ήταν παντρεμένος με δύο παιδιά και δεν ήθελε ιστορίες. Καλά είχατε περάσει μέχρι εδώ αλλά αυτές οι ιστορίες κάπως έτσι τελειώνουν είχε πει. Και όσο για το παιδί σε « συμβούλευσε» να το ρίξεις γιατί δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με ένα τσουλ@κι σαν εσένα.
Με πήρες τηλέφωνο τα μεσάνυχτα, έκλαιγες και ήσουνα σε μαύρα χάλια. Έτρεξα αμέσως κοντά σου. Όλο το βράδυ έκανες εμετό και έτρεμες από το σοκ. Σου έλεγα να πάμε στο νοσοκομείο αλλά δεν ήθελες με τίποτα. Το πρωί ήσουν σαν ζόμπι. Δεν πίστευες ότι σου είχε συμβεί κάτι τέτοιο.
Μου ζήτησες να φτιάξω καφέ και τοστ. Ήθελες να κάνεις μπάνιο και να ηρεμήσεις μου είπες. Όταν είδα ότι αργούσες σου χτύπησα την πόρτα και ρώτησα αν ήσουν καλά. Μου απαντούσες πως όλα είναι εντάξει και έτσι σε άφησα. Μέχρι που σταμάτησες να μου απαντάς. Άνοιξα την πόρτα του μπάνιου και έβαλα τις φωνές. Είχες κόψει τις φλέβες σου. Κάλεσα σαν την τρελή το ΕΚΑΒ και έτρεξα κοντά σου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την σκηνή. Εσύ λιπόθυμη, η κατάλευκη μπανιέρα να έχει ποτίσει από το αίμα σου και γω σαν να είχα βγει από το σώμα μου και παρακολουθούσα τον εαυτό μου να σκίζω ότι βρω μπροστά μου για να δέσω τους καρπούς σου. Σε τράβηξα στην αγκαλιά μου και σου μίλαγα, τα μάτια σου κλειστά και ξαφνικά τα άνοιξες και με κοίταξες. Και τότε το είδα. Την ζωή να φεύγει από μέσα σου. Ήταν για μια στιγμή, μια λάμψη στα μάτια σου και ύστερα σβήσανε…
Σε κράτησα σφιχτά στην αγκαλιά μου σαν να φοβόμουνα ότι θα σηκωθείς και θα φύγεις. Δεν μπορούσα να κλάψω, ούτε να κάνω τίποτα. Ήμουν σε άρνηση. Οι διασώστες μας βρήκαν στο μπάνιο και δεν τους άφηνα να σε πάρουν από την αγκαλιά μου. Ούρλιαζα και τους χτύπαγα. Χρειάστηκε να μου κάνουν ηρεμιστική ένεση για να σε πάρουν από τα χέρια μου.
Δεν σου άξιζε αυτό το τέλος. Ήσουν ένας πολύ καλός άνθρωπος και είχες πολλά να δώσεις σ’αυτόν τον κόσμο. Κι εγώ μετά από αυτό δεν θα είμαι ποτέ πια η ίδια. Νιώθω σαν να ξεριζώθηκα, άδεια και μόνη. Το μνήμα σου το επισκέπτομαι καθημερινά. Είναι η μόνη μου επαφή μαζί σου. Σου μιλάω και νομίζω ότι θα ακούσω τη φωνή σου να μου απαντάει.
Αχ κοριτσάκι μου, αδελφούλα μου, ψυχούλα μου! Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ! Σ’αγαπάω!
Name / Oνοματεπώνυμο: ΡΕΝΑCause of Death / Αιτία θανάτου: ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑAge / Ηλικία: 22