Στον αγαπημένο μου παππού.
Σε έχασα το καλοκαίρι που θα πήγαινα 5η δημοτικού. Τώρα είμαι 38 χρονών και έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Όμως σε θυμάμαι καθαρά και με κάθε λεπτομέρεια. Δεν μπορώ να εξηγήσω πως μου συμβαίνει αυτό, όμως θυμάμαι τους διαλόγους μας και τις στιγμές μας, πριν ακόμα πάω σχολείο. Θυμάμαι πόσο πολύ με αγαπούσες και με πρόσεχες. Τις βόλτες που κάναμε μαζί με τη γιαγιά, την μαμά και τον μπαμπά.
Ήσουν απίστευτος οδηγός. Θυμάμαι το καλοκαίρι πριν πάω 1η δημοτικού, που μέναμε όλοι μαζί (εσύ, η γιαγιά, ο μπαμπάς, η μαμά κι εγώ) στην Αργυρούπολη και κάποιος γείτονας μετακόμιζε. Ο οδηγός της μεταφορικής είχε βάλει το φορτηγό μέσα στην πυλωτή της πολυκατοικίας μας τσίμα-τσίμα και μετά δεν μπορούσε να το βγάλει με τίποτα. ‘Οταν του πρότεινες να τον βοηθήσεις σε κοίταξε με μισό μάτι μα μετά είδε κι αποείδε και σου το ‘δωσε. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, (και της γειτονιάς) έβγαλες το φορτηγό απο την πυλωτή με δυο ελιγμούς. Όταν βγήκες από το φορτηγό απλά του χαμογέλασες και του είπες ότι τώρα μπορούσε να φύγει άνετα. Χωρίς ίχνος ειρωνείας, σαρκασμού ή αλλαζονείας, ενώ όλοι οι υπόλοιποι χασκογελάγανε και τον κοροϊδεύανε. Έτσι ήσουν εσύ παππούκα μου («παππούκα μου» έτσι σε φώναζα συνέχεια), ένας άνετος, χαλαρός, ακομπλεξάριστος, υπέροχος άνθρωπος.
Ήσουν δουλευταράς, γλεντζές, τίμιος, άφοβος και αγαπούσες όλο τον κόσμο και ας μην το άξιζε. Καθόμασταν μαζί στην κουζίνα και μου τραγουδούσες τον «Κουταλιανό» και το «Άστα τα μαλλάκια σου». Μου έλεγες ιστορίες από την πατρίδα σου την Μυτιλήνη και πόσο ωραίο ήταν το χωριό σου, η Καλλονή. Καθόσουνα μαζί με τον μπαμπά λέγατε ανέκδοτα και γελάγατε σαν να ήσασταν πατέρας με γιο. Σαν πατέρα του σε αγαπούσε κι ο μπαμπάς κι ας ήταν γαμπρός σου.
Αλλά είχες κι ένα ελάττωμα. Κάπνιζες πολύ. Η γιαγιά σου φώναζε συνέχεια να το κόψεις. Είχε κακό προαίσθημα. Θυμάμαι πήγαινα πρώτη δημοτικού και ήμασταν οι δυο μας στο σπίτι στο σαλόνι. Καθώς περπατούσες, λύγισες, έπεσες στα γόνατα κι έπιασες την καρδιά σου. Φώναξες την γιαγιά «Νίτσα, Νίτσα!» και εγώ είχα μείνει εκεί να σε κοιτάζω πετρωμένη. Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε. Η γιαγιά ήρθε τρέχοντας απ’ την κουζίνα και σε βοήθησε να σηκωθείς. Σε πήγανε στο νοσοκομείο. Είχες πάθει έμφραγμα. Ήσουνα όμως δυνατός και το ξεπέρασες. Οι γιατροί σου έδωσαν φαρμακευτική αγωγή και σου είπανε να κόψεις το τσιγάρο. Ένας καρδιολόγος σου είχε πει συγκεκριμένα πως κάθε τσιγάρο που κάπνιζες ήταν ένα καρφί στο φέρετρο σου και συ του είχες απαντήσει: «Τότε να μου πεις ποιο θα είναι το προτελευταίο μου καρφί για να το κόψω.»
Αχ παππούκα μου. Πόσο δίκιο είχε αυτός ο γιατρός. Μπορεί η καρδιά σου να ήταν δυνατή και να άντεξε, οι πνεύμονες σου όμως δεν ήταν. Όταν πήγαινα 3η δημοτικού διαγνώστηκες με καρκίνο του πνεύμονα. ‘Επεσε όλη οι οικογένεια πάνω σου να σε σώσει. Γυρίσαμε όλα τα νοσοκομεία, όλες τις αυθεντίες, ετοιμαζόμασταν μέχρι και για το εξωτερικό, οι χημειοθεραπείες όμως σε είχαν εξουθενώσει. Δεν μπορούσε να γίνει τίποτα πια. Είχες γεμίσει καρκίνο και δεν αναγνωριζόσουνα. Η μορφή σου είχε φύγει και είχε μείνει μόνο ένα ταλαιπωρημένο κουφάρι με τα κόκκαλα του. Σε είχαμε στο σπίτι και ζήσαμε όλοι μαζί το μαρτύριο σου μέχρι το τέλος. Άλλωστε έτσι κάνουν αυτοί που πραγματικά σε αγαπάνε. Μοιράζονται τον πόνο σου και κάνουν ό,τι μπορούν για να τον απαλύνουν. Είχα τελειώσει την τρίτη δημοτικού και ήταν πλέον καλοκαίρι. Θυμάμαι που είχες πει με παράπονο στην γιαγιά: «Νιτσάκι μου δεν σε άκουσα» και εκείνη σε αγκάλιασε και σου είχε πει με δάκρυα στα μάτια: «Τώρα είναι αργά…». Την επόμενη μέρα είχες τελειώσει.
Έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια από τότε και τα θυμάμαι όλα με κάθε λεπτομέρεια. Ήμουν στην κουζίνα και ήρθε η γιαγιά με μάτια κόκκινα, με κοίταξε και μου είπε ήσυχα με απαλή φωνή: «Ο παππούς σου τελείωσε». Έβαλα τα κλάματα και μου είπε μην κλαις. Είχα γατζωθεί πάνω της και κλαίγαμε μαζί. Η μαμά ήταν ένα ράκος και ο μπαμπάς προσπαθούσε να είναι δυνατός για τα «κορίτσια του>. Είχαμε μείνει μόνοι μας.
Το καλοκαίρι του 2013 είχαμε την γιαγιά στο νοσοκομείο και σε είδα στον ύπνο μου. Είχα χρόνια να σε δω, ούτε που θυμάμαι πόσα. Ήμουνα λέει σε ένα διάδρομο του νοσοκομείου και έβλεπα τη γιαγιά από την ανοιχτή πόρτα ενός δωματίου, ξαπλώμένη σε ένα κρεβάτι να την περιποιούνται γιατροί και νοσοκόμοι. Κοίταξα στα δεξιά του διαδρόμου και σε είδα να έρχεσαι προς το μέρος μου χαρούμενος και υγιής όπως παλιά. Ήρθες κοντά μου και σου είπα χαρούμενη και γω που σε έβλεπα «Παππού!». Εσύ μου έπιασες και τα δυο μου χέρια και τα έσφιξες στα δικά σου με ένα μικρό όμορφο χαμόγελο. Ήταν μόνο για μια στιγμή αλλά μου έδειχνες πόσο ικανοποιημένος ήσουν από εμένα και ένιωσα να μου μεταδίδεις δύναμη και κουράγιο. Ήταν για μια στιγμή μόνο και μετά εξαφανίστηκες από μπροστά μου.
Κατάλαβα πως πήγαινες για την γιαγιά. Την γυναίκα που αγάπησες και σ’ αγάπησε τόσο πολύ, ώστε αψηφήσατε τους δικούς της που δεν σε θέλανε και κλεφτήκατε. Ελπίζω μόνο τώρα που έφυγε και εκείνη να έχετε βρεθεί και να είστε ευτυχισμένοι μαζί, όπου και αν είστε. Αυτό θα ήταν το μόνο δίκαιο μέσα στην τόση αδικία που μας περιβάλλει.
Σ’ αγαπάω «παππούκα μου»,
Η Μαρία σου.
Name / Oνοματεπώνυμο: Γεώργιος ΚοντέλληςMother's Name / Όνομα μητρός: ΦιλιώAddress / Διεύθυνση: Καλλιθέα/Αθήνα/ΕλλάδαBirth Place / Μέρος γέννησης: ΜυτιλήνηCause of Death / Αιτία θανάτου: Καρκίνος του πνεύμοναAge / Ηλικία: 60 ετώνDeath Place / Μέρος θανάτου: Καλλιθέα/Αθήνα/Ελλάδα
3 Comments
Τα θερμά μου συλλυπητήρια για τον χαμό του παππού σου. Πρέπει να ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος που σε αγαπούσε πολύ! Έφυγε πολύ νέος από κοντά σας… Η αγάπη του για εσάς θα μείνει για πάντα. Τώρα είναι ευτυχισμένος με τη γιαγιά σου! Θα είστε και πάλι μαζί μετά από πολλά πολλά χρόνια αλλά έως τότε πρέπει να είσαι χαρούμενη που δεν είναι μόνος του και που δεν πονάει πιά…
Λυπάμαι πάρα πολύ για την απώλειά σου. Είχε πολλά χρόνια μπροστά του να ζήσει ακόμα… Το τσιγάρο είναι θάνατος και δυστυχώς τότε δεν γνώριζαν πόσο σοβαρές επιπτώσεις έχει το κάπνισμα. Ο παππούς σου θα ήθελε να τον θυμάσαι δυνατό, όμορφο και υγιή όπως ήταν πριν αρρωστήσει. Κράτα αυτήν την εικόνα, αυτήν θα δεις άλλωστε όταν τον συναντήσεις πάλι. Η αγάπη του για σένα ήταν τόσο μεγάλη που ήρθε στον ύπνο σου για να σε καθησυχάσει και να σου δείξει ότι είναι καλά τώρα. Και είναι σίγουρα καλά και ευτυχισμένος με την γιαγιά σου, τη γυναίκα που αγάπησε τόσο πολύ!
Αγαπημένη μου Άρια,
στεναχωριέμαι πάρα πολύ για την απώλειά σου. Είναι φανερό πόσο πολύ τον αγαπούσες, όχι μόνο εσύ αλλά και όλη η οικογένειά σας. Είμαι σίγουρη πως και εκείνος σας αγαπούσε πάρα πολύ και αν είχε καταλάβει πόσο κακό του έκανε το κάπνισμα θα το είχε κόψει γιατί δεν θα ήθελε να σας στεναχωρήσει με την αρρώστια του και με τον θάνατό του… Να θυμάσαι τις όμορφες στιγμές που έζησες μαζί του και να σκέφτεσαι ότι τώρα είναι μαζί με τη γιαγιά σου σε ένα όμορφο μέρος αγκαλιασμένοι και ευτυχισμένοι…